Είναι απόγευμα και περπατάω στην αγορά της πόλης μου. Φωτισμένοι δρόμοι, φωτισμένες βιτρίνες, στολίδια παντού λόγω των ημερών καρτερώντας τα Χριστούγεννα.
Μα όλα γύρω μου μουντά, λες κι είχε πέσει καταχνιά. Βιαστικοί άνθρωποι τρέχανε με τσάντες στα χέρια.
Παιδάκια να φωνάζουν....Θέλω κι άλλο παιχνίδι να λένε στη μαμά τους.Εκείνη να τα κρατάει απ το χέρι μην σταματάνε στις βιτρίνες. Πατεράδες με το μάρσιπο ζωσμένο στο κορμί με το μωρό να κοιμάται και φορτωμένοι στα ψώνια να συνοδεύουν την γυναίκα τους να διαλέγει τα γιορτινά της..
Ένα πράμα...μια βιασύνη...ένα χαμός για το τίποτα...
Μη έχοντας τι να κάνω χάζευα το πηγαινέλα του κόσμου και μαζί τους και γω..Μια μεγάλη πλατεία με καφέ τριγύρω κι άλλα μαγαζιά γεμάτη από κόσμο! Να βρεις να κάτσεις δεν είχε καρέκλα. Σχεδόν όλοι με τα κινητά στο χέρι να κουνάνε με το δάχτυλο την οθόνη του πάνω κάτω..
Σ ένα τραπέζι κλαίει ένα παιδάκι ίσα με πέντε χρονών και τραβάει την μάνα του απ τα ρούχα. Και κείνη προκειμένου να την αφήσει ήσυχη βγάζει ένα δεύτερο κινητό απ την τσάντα της,του το δίνει κι άρχισε και κείνο να κουνάει το δαχτυλάκι του πάνω κάτω ώσπου βρήκε προφανώς αυτό που έψαχνε και κάρφωσε τα ματάκια του πάνω στην εικόνα.
Σ ένα καφέ ουζερί πιο πάνω μια παρέα γερόντια συνταξιούχοι αραχτοί με τα κασκόλ στο λαιμό τους με την τραγιάσκα στο κεφάλι τους πίναν τα τσιπουράκια τους χωρίς βιασύνη λες και κάθε γουλιά που έκαιγε το λαρύγγι τους ήταν και μια ευχή να παγώσει ο χρόνος..
Ήταν γλυκό το απόβραδο και το'χαν στρώσει έξω απ το ουζερί να'χουν και κείνοι μια αμεσότητα στο πηγαινέλα του κόσμου απ την πλευρά την αραχτή τους..
Μικροπωλητές να φωνάζουν την πραμάτεια τους...Μπαλόνια φουσκωμένα να αιωρούνται στα ψηλά.. Εγώ θέλω το κόκκινο να λέει ένα παιδάκι και γω το πόνυ να φωνάζει κάποιο άλλο κι αυτός που τα πουλούσε προσπαθεί να ξετυλίξει τα κορδόνια
που είχαν μπερδευτεί μπας και μετανιώσουν..
Αν δεν βάλεις τα λεφτά στην τσέπη λέει τίποτα δεν είναι σίγουρο.
Κι έχει απόλυτο δίκιο. Έχουν δει πολλά τα μάτια του..
Σταμάτησα σ ένα καρότσι από κείνα που είναι στημένα στις γωνίες της πλατείας κι έχουν διάφορα φτιαχτά από τους ίδιους που τα πουλάνε. Όμορφα δαχτυλίδια,σκουλαρίκια,βραχιόλια κι άλλα πολλά μπιχλιμπιδάκια καλοφτιαγμένα.
Πάντα μ άρεσαν τα πλεχτά κορδόνια με διάφορα χρώματα. Πήρα ένα ακόμα όπως συχνά το έκανα κι ας μην τα φοράω. Έτσι για το καλό των ημερών...Ολόκληρη συλλογή έχω από δαύτα λογιών σχέδια και χρώματα.
Το βλέμμα μου κόλλησε σ ένα παιδάκι γύρω στα εφτά φτωχοντυμένο. Είχε βγει από ένα μαγαζί με παιχνίδια. Βάζει το χεράκι του στην τσέπη και μετράει κάποια χρήματα μα δεν του βγαίνανε..σκούπισε τα ματάκια του για μια φορά ακόμα κι έφυγε.
Κάθε μέρα έρχεται την ίδια ώρα και με ρωτάει λέει ο μαγαζάτορας πόσο κάνει το τραινάκι μαζί με μια κουκλίτσα μικρή
που έχει μακριά μαλλιά και χτένες να την χτενίζουν.
Κάθε μέρα την ίδια ώρα λες και θα αλλάξει η τιμή..Μα αύριο θα του τα δώσω μου είπε σαν τον ρώτησα και γω για την τιμή. Όχι πως μ ένοιαζε..
Θα του τα δώσω μα δεν βαριέσαι. Χαλάλι του..Χαλάλι σου και σένα του είπα και του έδωσα την αξία των παιχνιδιών.
Την επομένη στήθηκα από νωρίς έξω από το μαγαζί και να ο μικρός στην ώρα του... Μπαίνει μέσα κάνει την ίδια ερώτηση και ξαναβγαίνει δακρυσμένος.
Δεν πρόλαβε να σκουπίσει τα δάκρυά του και βγαίνει ο μαγαζάτορας και του φωνάζει. Σήμερα θα ρίξω την τιμή του είπε θα σου τα δώσω με όσα έχεις και του τα βάζει στα χεράκια του και δεν μπορούσε να σκουπίσει τα καινούργια του τα δάκρυα από χαρά ετούτη την φορά.
Και ιριδίζανε τα σκασμένα από τα χρωματιστά λαμπιόνια και φωτίστηκε το προσωπάκι του!
Μα και γω δεν ξανάδα άλλη φορά ένα ζευγάρι μάτια τόσο φωτεινά μες τα δάκρυα. Δεν ξανάδα δυο μάτια να κλαίνε από χαρά και να ομορφύνει ο κόσμος τόσο πολύ...
Δυο μάτια ήταν ικανά να διώξουν την ασχήμια του κόσμου τούτου. Δυο μάτια..
Ελευθερία Λάππα

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου